κερατάς

κερατάς
ο
ο άντρας που απατιέται από τη σύζυγό του: Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αξαίνει (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… …   Dictionary of Greek

  • Cuckold — is a historic derogatory term for a man who has an unfaithful wife. The word, which has been in recorded use since the 13th century, derives from the cuckoo which gives up nurturing its own by laying eggs in other birds nests. [1] In modern terms …   Wikipedia

  • ελαφοκέφαλος — ο 1. αυτός που έχει κεφάλι σαν τού ελαφιού 2. (για άντρα) κερατάς …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • κεράτωμα — (I) το ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma]. (II) το [κερατώνω] η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς …   Dictionary of Greek

  • κερασφόρος — ο (ΑΜ κερασφόρος, ον) αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.) νεοελλ. αρχ. απατημένος σύζυγος, κερατάς αρχ. φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + φορος (< φόρος < …   Dictionary of Greek

  • κερατίας — ο (ΑΜ κερατίας) νεοελλ. ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας ceratiidae μσν. ο κερατάς αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος 2. είδος κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας) …   Dictionary of Greek

  • κερατιά — (I) και κερατία (ΑΜ κερατία) [κέρας] η κερατέα*, η χαρουπιά («πλεονάζει ὁ ἔβενος καὶ ἡ κερατία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερατιά < κερατία με καταβιβασμό τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία καρδιά). Ο τ. κερατία < κέρας, τος + κατάλ. ία]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • κερατούλης — ο έκφραση με σκωπτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερατάς + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. αδερφ ούλης, κοντ ούλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”